- οικεομένη
- οἰκεομένη, ἡ (Α)βλ. οικουμένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰκεομένη — οἰκέω inhabit pres part mp fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκεομένῃ — οἰκέω inhabit pres part mp fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικουμένη — η (ΑΜ οικουμένη, Α ιων. τ. οἰκεομένη, αιολ. τ. οἰκημένα) 1. όλες οι χώρες και όλοι οι λαοί τής γης («ἐμὲ ἀνέδειξε βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ κύριος τοῡ Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. (κατ επέκτ.) όλη η έκταση τής γης, η υφήλιος, ο κόσμος, το σύμπαν («όλην την… … Dictionary of Greek